- διαφθορή
- διαφθοράdestructionfem nom/voc sg (epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
διαφθορῇ — διαφθορά destruction fem dat sg (epic ionic) διαφθορέω pres subj mp 2nd sg διαφθορέω pres ind mp 2nd sg διαφθορέω pres subj act 3rd sg διαφθορῆι , διαφθορεύς corrupter masc dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαφθορά — η (ΑΝ) 1. (με ηθική έννοια) ηθική εξαχρείωση, κατάπτωση, έκλυση ηθών 2. δωροδοκία, δεκασμός νεοελλ. (για γυναίκα) αποπλάνηση, ατίμαση αρχ. 1. καταστροφή, αφανισμός, θάνατος («τοὺς δέ τινας χειρωσάμενος... ἀπέστειλε ἐπὶ διαφθορῇ», Ηρόδ.) 2.… … Dictionary of Greek